ΣΤΟ ΛΑΣΙΘΙ
Ο Άγιος της ελιάς και του αμπελιού στη Μονή Τοπλού
Ο πατέρας Φιλόθεος, ήταν για 60 χρόνια ο Ηγούμενος της ιστορικής Μονής στη Σητεία και μιλά στο Magazine για το πώς την αναστήλωσε και πώς αξιοποίησε την εύφορη γη της.
Η ιστορία μιας σπάνιας προσωπικότητας, ενός σπουδαίου πνευματικού και ικανού ανθρώπου, του πρώην Ηγουμένου της Μονής Τοπλού Φιλόθεου, που κατάφερε να δημιουργήσει από τις ελιές και τα αμπέλια του «Μεγάλου Μοναστηριού» κάποια από τα πιο ξακουστά ελληνικά προϊόντα που ταξιδεύουν σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Ο πατέρας Φιλόθεος, ήταν για 60 χρόνια ο Ηγούμενος της ιστορικής Μονής Τοπλού, στη Σητεία Λασιθίου, στην Κρήτη. Πήγε στο μοναστήρι νεαρό παιδί, στα 19 του χρόνια, όταν η Μονή είχε καταστραφεί και σχεδόν ερειπωθεί από τους Γερμανούς. Την έχτισε από την αρχή με τα χέρια του, αναστήλωσε το σπουδαίο αυτό μνημείο, έφτιαξε μουσεία και χώρους επισκέψιμους. Όργωσε τη γη, φύτεψε χιλιάδες ελιές και αμπέλια.
Οραματίστηκε, εργάστηκε, ταξίδεψε τον κόσμο κουβαλώντας μαζί του το λάδι και το κρασί του ευλογημένου τόπου του. Σήμερα στα 82 του χρόνια, πάει καθημερινά στα χωράφια, κλαδεύει ελαιόδεντρα και κλίματα, διαβάζει, στοχάζεται. Ο «Άγιος της γης» διηγείται στο Magazine, τη ζωή του.
Δεν θέλει να μιλά πια δημόσια ο Πατέρας Φιλόθεος, μα μας υποδέχθηκε στο κελί του με τον Σητειακό φωτογράφο Γιάννη Συκιανάκης με περισσή χαρά. Μας έφτιαξε καφέ και μας φίλεψε μελομακάρονα και κουλουράκια νηστίσιμα. Χώρος κατανυκτικός και ιερός, το κελί που έχει περάσει όλη του τη ζωή. Βιβλία, εικόνες, φωτογραφίες, ατμόσφαιρα επιβλητική, μα φιλική και οικία, σαν να μπαίνεις σε εκκλησιά αγνή, χωρίς κοσμικότητες.
Μας εξιστόρησε τη ζωή του απ’ το ξεκίνημα της. Μας είπε πως γεννήθηκαν και πως κατάφεραν φτάσουν τα προϊόντα της Μονής Τοπλού στα πέρατα της γης, το χρυσό της λάδι, το νόστιμο κρασί.
Η ΜΟΝΗ ΤΟΠΛΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Πατέρας Φιλόθεος: «Όταν ήρθα στο μοναστήρι, οι δραστηριότητες του ήταν καθαρά αγροτικές, λίγα αμπέλια σουλτανιά, ελιές και αιγοπρόβατα. Όμως η ιστορία του ήταν μεγάλη. Τα παλιά χρόνια και μέχρι την κατοχή, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Το μοναστήρι είχε πολλά κρασάμπελα και έβγαζε πολύ κρασί και αν πάτε προς το Βάι – όλη αυτή η περιοχή ανήκει στο μοναστήρι – θα δείτε κάτι μικρά σπίτια που στέγαζαν ένα μετόχι. Εκεί υπάρχει ένα πατητήρι που έχει χρονολογία 1709 και γράφει και το όνομα του τότε ηγούμενού που ήταν ο Καλλίνικος. Αυτά τα αμπέλια παρήγαγαν 14 ή και 15 τόνους κρασί που ήταν για τις ανάγκες του μοναστηριού. Τότε υπήρχε μεγάλη φτώχεια στον κόσμο και όλα σχεδόν τα κοντινά χωριά τα συντηρούσε το μοναστήρι. Τάιζε σχεδόν τρακόσια άτομα και κανείς δεν πλήρωνε τίποτα. Ερχόντουσαν καθημερινά και έπαιρναν τροφή ή έτρωγαν το μοναστήρι. Είχε όλα τα καλά, σίγουρα περισσότερα από 15.000 αιγοπρόβατα και άρα υπήρχε αρκετό κρέας αλλά και ένα μεγάλο περιβόλι σε κοντινή περιοχή όπου υπήρχε νερό.
Σε όλα σε όλα τα μετόχια του μοναστηριού υπήρχαν πάνω από 100 οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Όργωναν χωράφια με σιτάρι και κριθάρι, δημητριακά, ρεβύθια, φακές, αρακά, φάβα, κουκιά κ.α.. Έξω υπήρχαν δύο φούρνοι και έτσι καθημερινά υπήρχε φαγητό για 200 ή και 300 άτομα. Ζύμωναν στον ένα φούρνο τη μια ημέρα και το βράδυ έκαναν παξιμάδι και την επόμενη στον άλλο. Πρόλαβα ανθρώπους που είχαν δουλέψει εδώ στο φούρνο, πρόλαβα μάστορες που έφτιαχναν παπούτσια.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Πατέρας Φιλόθεος: «Τότε στο Μοναστήρι ανέτρεφαν χοίρους αρσενικούς, τους λεγόμενους «πετσάρηδες». Είχαν ένα δέρμα πολύ σκληρό το οποίο το επεξεργαζόντουσαν και έφτιαχναν τις σόλες για τα παπούτσια. Μάλιστα όταν ήρθα εγώ εδώ, το δωμάτιο που είμαστε σήμερα, ήταν αποθήκη και βρήκα ένα κομμάτι κρεμασμένο στον τοίχο από αυτό το δέρμα. Θα σας πω μια ιστορία που μαρτυρά την φτώχεια που υπήρχε και τις δυσκολίες εκείνη την εποχή. Όχι σαν σήμερα που τα έχουμε όλα και δεν είμαστε ευχαριστημένοι…
Ερχόταν κάθε Σάββατο κάποιοι από τα γύρω χωριά και έπαιρναν το λεγόμενο «ταίνι» την τροφοδοσία της εβδομάδας. Δηλαδή τα κουκιά, τη φάβα, τον αρακά, το ψωμί, το λάδι. Υπήρχε ένας καλόγερος που μοίραζε κάθε βδομάδα τις προμήθειες ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Έδωσε λοιπόν σε κάποιον ένα κομμάτι από αυτό το πετσί του χοίρου για να κάνει σόλες για τα παπούτσια. Όμως αυτή η οικογένεια σε λίγες ημέρες δεν είχε τι να ψήσει και έτσι έβαλαν το πετσί στο νερό, σαν τον μπακαλιάρο για να το μαλακώσουν και να μπορέσουν να το φάνε. Μετά από 10 μέρες επέστρεψε και γύρεψε πάλι από τον καλόγερο το πετσί. Του λέει: «Τι το κάνεις;» Και απαντά: “Το θέλω για να το μαγειρέψω, το ψήσαμε και άρεσε πολύ στα κοπελιά”!
Τότε υπήρχαν περίπου 50 καλόγεροι, κάποιοι ζούσαν σε σπιτάκια έξω από το μοναστήρι. Έμεναν εκεί σχεδόν όλη τη μέρα, κάποιοι είχαν ένα μικρό αμπέλι, ένα μικρό κήπο και ασχολούνταν, για να μην ενοχλούνται και από τον κόσμο που έρχονταν καθημερινά. Ο καθένας είχε αναλάβει ένα τομέα. Άλλος τα αμπέλια, άλλος τις ελιές και τα περιβόλια.
Ένας καλόγερος ήταν υπεύθυνος για τους ζευγάδες, αυτούς που όργωναν, άλλος ήταν για τα αιγοπρόβατα, δεν τους πρόλαβα μα άκουσα τις ιστορίες τους. Όλο αυτό συνέβαινε μέχρι και την κατοχή μέχρι το ‘40».
ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Πατέρας Φιλόθεος: «Στο Μοναστήρι ήρθα μόλις τελείωσα το γυμνάσιο το Μάρτιο του 1960. Μου άρεσε πολύ στο χωριό η εκκλησία κι εμείς τα παιδιά δεν είχαμε πολλές παραστάσεις. Ξέραμε μόνο τι γινόταν στο χωριό μας και άντε το πολύ- πολύ σε κάνα δυο χωριά κοντινά. Ήμασταν κοντά στην εκκλησία στον παπά, όπως ήταν οι γονείς μας και οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας. Και στο γυμνάσιο όταν πήγα είχα ένα συγκάτοικο που πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία μόνοι μας, γιατί τότε επειδή ήμασταν πολλοί, μας πήγαιναν κάθε τρίτη Κυριακή. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο ήθελα να πάω στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στις 10 Φεβρουαρίου του ’60, του Αγίου Χαράλαμπους, ένας θείος μου έκανε γιορτή και είπε να πάμε στη Μονή Τοπλού, στην οποία εγώ είχα πάει μόνο μια φορά όταν ήμουν πολύ μικρός. Στέφτηκα ότι είναι μια καλή ευκαιρία για μένα να συναντήσω τον τότε Ηγούμενο, τον Ιωαννίκιο και να του πω να μεσολαβήσει στον μητροπολίτη για να μου δώσει μία συστατική επιστολή για να πάω στη Χάλκη. Όταν ήμασταν στο τραπέζι του έκανα την πρόταση και εκείνος χωρίς να το σκεφτεί μου είπε εντελώς αυθόρμητα: «Δεν αφήνεις τις θεολογικές σχολές και να έρθεις εδώ να σε κάνουμε καλόγερο»;
Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία όμως έφυγα από δω κι αυτή κουβέντα έμεινε στο μυαλό μου και με βασάνιζε μέρες και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Άρχισα λοιπόν να το επεξεργάζομαι. Είχε κυριαρχήσει την σκέψη μου, δεν ήξερα τι σημαίνει μοναστήρι, τι θα βρω εκεί, δεν ήξερα την ζωή μέσα σε αυτό. Αλλά η κουβέντα αυτή με «σαράκιζε» μέσα μου. Ένα μήνα είχα χάσει τον ύπνο μου. Έκανα την προσευχή μου, το Σταυρό μου, με χιλιάδες ερωτηματικά να με βασανίζουν. Στις 14 του Μάρτη, ένα μήνα μετά ήρθα εδώ.
Μέσα σε 2-3 μέρες ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου και πήρα μία απόφαση να φύγω από το σπίτι. Γνώριζα καλά ότι ήταν αδύνατο να με αφήσουν οι γονείς μου, διότι ήμουνα έτοιμος να ξεκινήσω τις σπουδές μου. Τότε άρχισα να λέω στη μάνα μου σιγά-σιγά να μου δώσει τα πράγματα μου. Ένα πουκάμισο, τα εσώρουχα μου και εκείνη αναρωτιόταν «Τι θα τα κάνεις», εγώ όμως έπρεπε να φτιάξω τη βαλίτσα μου. Της έλεγα ότι δεν θέλω να σε ενοχλώ κάθε φορά που χρειάζεται να πάρω κάτι και άλλες τέτοιες δικαιολογίες. Εκείνη το πίστεψε και εγώ είχα τα σχέδια μου. Έγραψα ένα γράμμα στον Ηγούμενο και έλεγα «Τη Δευτέρα 14 του μήνα θα έρθω στο μοναστήρι». Το έδωσα στον ταχυδρόμο και έμενε να σχεδιάσω το πως θα φύγω από το σπίτι για να μη με πάρουν χαμπάρι. Βλέπετε ξυπνούσαν πολύ πρωί από την βαθιά αυγή. Εγώ κοιμόμουν σε ένα καναπέ έξω απ’ την κουζίνα και ήταν εύκολο να φύγω από κει χωρίς να με δουν. Όμως από μικρός ήμουν φοβιτσιάρης, φοβόμουν το σκοτάδι και δεν ήθελα να φύγω νύχτα. Έπρεπε να βρω μια στιγμή που να έχει ξημερώσει αλλά να μην έχει ξυπνήσει κάποιος. Εκείνη την ημέρα λοιπόν είχα την βαλίτσα μου και την ώρα που ήμουν έτοιμος να σηκωθώ ακούω τη μάνα μου. Λέω ωχ! Είχε σηκωθεί για να πάει να ταΐσει ένα μουλάρι μας, εγώ όμως έπρεπε να φύγω γιατί είχα στείλει το γράμμα στον Ηγούμενο. Και θα με περίμενε. Παίρνω λοιπόν μία κουβέρτα που είχα, την τυλίγω πολύ καλά και την βάζω στο κρεβάτι, την σκεπάζω και έτσι όταν θα γυρνούσε η μάνα μου θα νόμιζε ότι κοιμάμαι. Η βαλίτσα ήταν τεράστια καθώς είχα βάλει και βιβλία από το σχολείο, και μόλις βγήκα έξω τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν. Έφτασα στο μοναστήρι με τα πόδια.
Στο σπίτι με περίμεναν να ξυπνήσω μέχρι που κατάλαβαν το κόλπο μου και ότι έφυγα και άρχισαν να ανησυχούν και να σκέφτονται που να είμαι. Εγώ δεν είχα αφήσει κανένα σημείωμα γιατί φοβόμουν ότι θα έρθουν να με πάρουν πίσω.
Ο ταχυδρόμος κάποια στιγμή είπε στον πατέρα μου για το γράμμα που είχα στείλει στο μοναστήρι και όλοι κατάλαβαν ότι έχω πάει εκεί. Αρχίσανε μετά οι αγγελιοφόροι, συγγενείς και άλλοι να έρχονται και με ρωτούν γιατί το έκανα αυτό. Μια μέρα ήρθε ο παππούς μου, που ήταν χήρος χρόνια και του είχα μεγάλη αδυναμία, αλλά δεν με έπεισε. Μετά το Πάσχα κατέφθασαν η μάνα με τον πατέρα μου και η γιαγιά για να κάνουν την τελική έφοδο. Ήταν ευγενέστατοι όλοι και με τον Ηγούμενο, δε μου είπαν απολύτως τίποτα ενώ έμειναν δυο τρεις μέρες. Πριν φύγουν την τελευταία μέρα, βγήκαμε έξω να μιλήσουμε. Εγώ είμαι πολύ ευσυγκίνητος και εκείνη τη στιγμή ήμουν σαν την πέτρα. Η μάνα μου έκλαιγε, δε μου έβγαινε δάκρυ, η γιαγιά μου που της είχα αδυναμία μου μιλούσε και ρωτούσε γιατί το έκανες, «θες να γίνεις παππάς να παντρευτείς γιατί να γίνεις καλόγερος», εγώ δεν απάντησα καθόλου δε με άγγιζαν καθόλου οι κουβέντες τους.
Ένιωθα ότι άνηκα εδώ. Σαν να είχα γεννηθεί εδώ. Εδώ μέσα σε αυτό το μοναστήρι δεν στεναχωρήθηκα ποτέ και δεν έβαλα ποτέ στο νόμου να φύγω. Ήμουν χαρούμενος, ήμουν γεμάτος εσωτερικά.
(σ.σ. ο πατέρας Φιλόθεος σηκώνεται από την καρέκλα του και πάει στην κρεμάστρα που είχε το ράσο του. Από το πορτοφόλι βγάζει μια φωτογραφία). «Αυτή η φωτογραφία είναι από την ημέρα που με έκαναν καλόγερο, αυτό έγινε μέσα σε ένα μήνα ενώ η δοκιμασία για να γίνεις καλόγερος είναι τρία χρόνια. Όμως φοβήθηκαν, γιατί έπρεπε να πάω φαντάρος και ίσως φύγω».
ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΤΟ 1960 Η ΜΟΝΗ ΤΟΠΛΟΥ
Πατέρας Φιλόθεος: «Η κατάσταση όταν ήρθα στο μοναστήρι όταν ήρθα ήταν χάλια, οι Γερμανοί το είχαν ρημάξει. Όταν μετά το 1942 εγκαταστάθηκε στην περιοχή ένας ασύρματος και τρεις ασυρματιστές για να παρακολουθούν τα συμμαχικά στρατεύματα, ήρθαν σε επικοινωνία με τους βοσκούς του μοναστηριού οι οποίοι τους εγκατέστησαν σε κάτι σπηλιές προς την θάλασσα. Ο Δεσπότης Γεννάδιος ήταν τότε εδώ δόκιμος και τον έστειλαν να τους πηγαίνω φαγητό. Όμως οι Γερμανοί με ράδιογωνιόμετρο τους εντόπισαν και άρχισαν να κάνουν εφόδους και όταν σιγουρεύτηκαν ότι υπάρχει ασύρματος – έπεσαν βέβαια και προδοσίες δυστυχώς από δικούς μας – τους συνέλαβαν. Τους φυλάκισαν και αργότερα τους εκτέλεσαν, άφησαν όμως τον Γεννάδιο ελεύθερο διότι ήταν μικρός.
Τότε λοιπόν μαζί με τους καλόγερους δεν άφησαν τίποτα Γερμανοί στο μοναστήρι. Πήραν τα αιγοπρόβατα και τους βοσκούς, τις αγελάδες, τα άλογα, τα μουλάρια και τα πήγαν στο Ηράκλειο. Οι καλλιέργειες ήταν ελάχιστες, λίγα αμπέλια και λίγες ελιές. Μάλιστα υπάρχει έγγραφο του γερμανικού Φρουραρχείου που έλεγε ότι επειδή το μοναστήρι Τοπλού υπήρξε έδρα εχθρικής οργάνωσης κατασκοπείας, κατάσχονται προς όφελος του γερμανικού Ράιχ οι προμήθειες του μοναστηριού τα αιγοπρόβατα, μύλοι, τα πάντα. Τα πήγαν όλα στο Ηράκλειο, μόνο μια φοράδα η «Φωτεινή» γύρισε πίσω και έμεινε στο μοναστήρι μαζί μου μέχρι το 1967».
ΞΕΚΙΝΑ Η ΑΝΑΣΤΥΛΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
Πατέρας Φιλόθεος: «Το μοναστήρι ήταν ερειπωμένο, ο τότε ηγούμενος Ιάκωβος ξεκινά να φυτεύει αμπέλια σουλτανιά κάτω στο Βάι. Νοικιάσαμε χωράφια σε βοσκούς με αντάλλαγμα κάποια ζώα, ώστε να μπορέσει το μοναστήρι να αποκτήσει πάλι το δικό του κοπάδι. Το 1963 φυτέψαμε κριθάρι και το 1963 αγοράσαμε ένα τρακτέρ.
Εγώ ανέλαβα το Ηγούμενος το 1969 και αγόρασα ένα καινούργιο τρακτέρ και αρχίσαμε να φυτεύουμε τα αμπέλια, καλλιεργήσαμε τις ελιές και ήρθαν τα πρώτα έσοδα. Πήραμε και μια αποζημίωση από μια απαλλοτρίωση και αρχίσαμε να αναστυλώνουμε το μοναστήρι γιατί τα πιο πολλά δωμάτια ήταν γκρεμισμένα. Σιγά – σιγά το μοναστήρι αναστηλώθηκε, διορθώθηκαν πράγματα και εκεί είδαμε πόσο μεγάλη περιουσία έχει. Φυτέψαμε 350 στρέμματα αμπέλια και 6.000 ελαιόδεντρα».
ΟΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΕΣ
Πατέρας Φιλόθεος: «Από μικρά παιδιά ο πατέρας μου μας είχε στα χωράφια. Γνώριζα πολλά πράγματα και ενώ στο Μοναστήρι είχαμε φυτέψει τόσες ελιές, σκεφτόμουν ότι τότε δεν υπήρχαν τα μέσα που υπάρχουν σήμερα και είχαμε φοβερή παραγωγή, ούτε ψεκάζαμε, ούτε λιπάσματά χρησιμοποιούσαμε. Γιατί σήμερα να μην μπορεί να γίνει μία τέτοια καλλιέργεια αφού υπάρχει η τεχνογνωσία. Με τη στήριξη του μοναστηριού βρεθήκαμε περίπου 30 ρομαντικοί γενναίοι και είπαμε ότι θα καλλιεργήσουμε για να βγάλουμε βιολογικά προϊόντα και κάναμε μια ομάδα βιοκαλλιεργητών Σητείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Μόλις κάναμε την πρώτη παραγωγή από συμβατικά σε βιολογικά προϊόντα, έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να πιστοποιηθεί. Τα πρώτα λάδια έπρεπε να τα δώσουμε λίγο πιο φθηνά όμως ήμασταν άγνωστοι, δεν μας ήξερε κανείς, καμιά αγορά για να επεκταθούμε και έτσι είχαμε τα λάδια στις αποθήκες. Και άρχισε η γκρίνια. «Γιατί να καλλιεργούμε και βγάζουμε λάδι που δεν το θέλει κανείς και γιατί δεν το πουλάμε»… Εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι αυτά τα λάδια θα μας δυσφημίσουν αν τα εμφιαλώσουμε και πρέπει να βρούμε να τα δώσουμε χύμα και να τα ξεφορτωθούμε. Κατάφερα και βρήκα ανθρώπους και στείλαμε τα βυτία στη Γαλλία».
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ
Πατέρας Φιλόθεος: «Όταν είχαμε πια καθαρή εικόνα για τη μεγάλη περιουσία του Μοναστηριού, είπα ότι αυτό το μπορεί να αποτελέσει ένα μοχλό ανάπτυξης για την περιοχή. Σκέφτηκα ότι πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να κάνουμε μία μελέτη. Να δούμε πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η περιουσία.
Η μελέτη έγινε και το Μάιο του 1993 κάναμε ένα διεθνή διαγωνισμό όπου ζητούσαμε εταιρείες να έρθουν να υλοποιήσουν αυτό το πρόγραμμα. Ήρθαν αρκετές εταιρείες και κατέθεσαν προτάσεις, πήραμε εγκρίσεις από τα αρμόδια υπουργεία. Υπήρξαν όμως πολλοί και κυρίως οικολογικές ομάδες, που προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επικρατείας και έτσι μπέρδεψε η υπόθεση και ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει. Το έργο αφορούσε στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, με παραδοσιακούς οικισμούς και περιελάμβανε 7.000 κρεβάτια, σε πέντε χωριά, σε διαφορετικά σημεία το ένα από το άλλο. Κάναμε μελέτες, είχαμε κάνει γεωτρήσεις και βρήκαμε πάρα πολύ νερό. Θα γινόντουσαν τρία γήπεδα γκολφ, θα είχε αθλητικό τουρισμό, ήταν ένα πρωτοποριακό έργο για την εποχή γιατί μιλάμε τώρα για 30 χρόνια πριν. Την υποστήριξα με πάθος αυτή την επένδυση γιατί γνώριζα πόσο ωφέλιμο θα ήταν το έργο για την περιοχή και κυρίως για τις δουλείες που θα έφερνε και θα έμεναν οι ντόπιοι στον τόπο τους.
Σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφαση του έχει περιορίσει το έργο στα 2.000 κρεβάτια, δεν ξέρουμε την εξέλιξη του. Όλα τα έσοδα θα πήγαιναν σε κοινωνικούς σκοπούς».
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΞΕΚΙΝΑ
Πατέρας Φιλόθεος: «Η παραγωγή πήγαινε καλά και έπρεπε να μπούμε σε προγράμματα και να κάνουμε τυποποιητήριο. Φτιάξαμε αρχικά ένα μικρό, δεν είχαν προβλεφθεί τα βασικά. Το μηχάνημα τυποποιούσε ένα μικρό αριθμό μπουκαλιών και έτσι μετά από ένα χρόνο πήγα στην Μεσσαρά (Ηράκλειο) και βρήκα την οικογένεια Σταματάκη που εμφιαλώνουν αναψυκτικά. Πήραμε μια μηχανή και με μια πατέντα κάναμε καλύτερη δουλειά. Όλα αυτά γύρω στο 2000, εμπειρία δεν υπήρχε αλλά ούτε και γνώση ιδιαίτερη. Γρήγορα καταλάβαμε ότι πρέπει να κάνουμε δικό μας ελαιουργείο. Ήταν δύσκολο να αλέθουμε τις ελιές μας σε εργοστάσια της περιοχής, γιατί έπρεπε να σταματήσουμε την ροή των άλλων ελαιοκαλλιεργητών που δεν είχαν βιολογικές καλλιέργειες, να πλύνουμε το ελαιουργείο.
Πήγαμε λοιπόν στα Χανιά, στην Καλαμάτα, στην Ιεράπετρα γιατί υπήρχαν πολλοί τύποι ελαιουργείων και ελάχιστα βιολογικά, ούτε οι γεωπόνοι ήξεραν καλά – καλά τι έπρεπε να κάνουμε. Είδαμε λύσεις που ήταν πολύ ακριβές, είχαμε δύο επιλογές τα τριφασικά και τα διφασικά. Καταφύγαμε στην λύση του διφασικού και την πρώτη χρονιά είχαμε πρόβλημα τι θα κάνουμε την πυρήνα. Βρήκα κάποιον που έκανε βιολογικούς καθαρισμούς και του είπα να μου βρει τρόπο να τη διαχειριστούμε. Έτσι φτιάξαμε μία αντλία που μεταφέραμε την πυρήνα μακριά από το ελαιουργείο και την κάναμε κομπόστ, τέλειο λίπασμα, βελτιωτικό εδάφους.
Η ομάδα μεγάλωνε και έπρεπε να προστατέψουμε την ποιότητα μας. Αποφασίσαμε να κάνουμε δεξαμενές ατομικές στον καθένα, των 2 τόνων και ο κάθε παραγωγός να έχει την δική του, από την οποία θα περνάμε δείγματα θα τα στέλναμε στο χημείο και θα ξέραμε την ποιότητα του λαδιού».
ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΥ ΛΑΔΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Πατέρας Φιλόθεος: «Μέχρι το 2018 που ήμουν Ηγούμενος της Μονής, καταφέραμε να παράγουμε 5-6.000 τυποποιημένο λάδι. Εκείνη τη χρονιά κάναμε τζίρο 18 εκατομμύρια ευρώ. Τότε όμως το 2002, ακόμα δεν είχαμε αγορές να διοχετεύουμε τα λάδια μας. Ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στις μεγάλες εκθέσεις του εξωτερικού, ειδικά στην Νυρεμβέργη κάθε χρόνο και στην Ανούγκα, αλλά και σε ελληνικές. Στη Νυρεμβέργη δοκίμαζαν το λάδι μας τους άρεσε, αλλά ήμασταν άγνωστοι και δεν μας έδιναν σημασία. Είχαν τότε τους Ιταλούς να κυριαρχούν. Μετά από μερικά χρόνια επιμονής, καταφέραμε και μπήκαμε σε κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Όταν έγινε αυτό λαμβάναμε γράμματα από Γερμανούς που μας έλεγαν ότι το λάδι είναι ωραίο. Κάναμε ταξίδια και πηγαίναμε σε σουπερμάρκετ της Γερμανίας, παρακολουθούσαμε πόσα μπουκάλια είχε το ράφι από το δικό μας λάδι και μετά από λίγες μέρες επιστρέφαμε για να δούμε πόσα είχαν πουληθεί. Πήγαινα εγώ ίδιος γιατί έπρεπε να ελέγχω πως συμπεριφέρεται η αγορά: Ίδιο πρόσωπο ίδιο μαντάτο!
Έβλεπα λοιπόν ότι από τα ράφια έλειπαν πολλά μπουκάλια από τα λάδια μας και από τα υπόλοιπα λιγότερα. Τις χρονιές που ακολούθησαν μας άνοιξαν πόλεμο οι Ιταλοί, μας συκοφάντησαν ότι δεν θα μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στη ζήτηση και ότι εισάγουμε λάδι από την Τουρκία. Έγιναν δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες και εκεί αρχίσαμε να στέλνουμε αποδείξεις, τα τιμολόγια μας, από που αγοράζαμε. Ο δικηγόρος μας έφτιαξε φάκελο και αποδείξαμε ότι ήταν όλα σωστά».
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΠΛΟΥ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ
Πατέρας Φιλόθεος: «Το κρασί που παράγουμε είναι σε μικρότερες ποσότητες. Το είχαμε στείλει στην Κίνα και στην Αυστραλία και στην Ευρώπη και κυρίως καταναλώνεται στην ελληνική αγορά. Τον αμπελώνα ξεκινήσαμε να τον αναπτύσσουμε το 1998 και σήμερα έχει 350 στρέμματα.
Αγαπώ πιο πολύ το αμπέλι. Είναι πιο ενδιαφέρον, έχει μεγάλο μπελά αλλά μεγάλο ενδιαφέρον. Η ελιά κατά κάποιο τρόπο, η καλλιέργεια της είναι πιο τυποποιημένη. Το αμπέλι έχει πάρα πολλά μυστικά και ανακαλύπτεις πάντα καινούργια πράγματα. Μετά σου δίνει μια χαρά γιατί πρέπει να αυτοσχεδιάζεις κάποια πράγματα. Το καλό κρασί δε γίνεται ούτε στο οινοποιείο ούτε στο χωράφι, γίνεται σε όλα μαζί. Εξαρτάται από τον καιρό που θα κλαδέψεις, από την καλλιέργεια που θα κάνεις, από το καθάρισμα, το αραίωμά όλες τις εργασίες. Τα πάντα έχουν σημασία, για το κρασί μετά θα πάει στο οινοποιείο και μετά ξεκινά η δουλειά του οινολόγου.
Τα κρασιά στην Κρήτη εξελίχθησαν όταν μπήκαν τα παιδιά των οινοποιών, με σπουδές στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και τώρα γίνονται θαυμαστά κρασιά.
Εγώ όλα τα αμπέλια τα έχω φυτέψει στο μάτι του βοριά, γιατί ο βοριάς είναι επικίνδυνος το χειμώνα. Δεν κλαδεύουμε ποτέ πρώιμα, γιατί θα έχουμε πρόβλημα. Το καλοκαίρι για να γλυτώσουμε τη ζέστη θέλουμε πάλι το βοριά, γι’ αυτό είναι πάντα δροσερά τα αμπέλια μας.
Φέτος κλάδεψα 1.000 ελιές, ένα βαθύ κλάδεμα. Και πολλά στρέμματα αμπέλια.
Πολλά από τα χωράφια του Μοναστηριού τα έχουμε νοικιάσει σε πολύ καλούς καλλιεργητές που έχουν θερμοκήπια με ντομάτα και πεπόνια, ενώ σε άλλο σημείο ενοικιάζουμε σε ιχθυοκαλλιέργειες, που έχουν είναι μία πρότυπη ιχθυοκαλλιέργεια όπου δημιουργείται ο γόνος».
ΤΟ ΑΥΡΙΟ
Πατέρας Φιλόθεος: «Από δω και πέρα σκέφτομαι την Άνω Ιερουσαλήμ! Δεν κάνω πολλές σκέψεις και σχέδια, βοηθάω όσο θέλει τον νέο Ηγούμενο Αμβρόσιο. Τώρα υπάρχουν άλλες προοπτικές καλύτερες από τις παλιές αλλά καλό είναι να κρατάς και τις παλιές, για να πατάς πιο σταθερά και να κάνεις σωστά βήματα. Έχω μπει πια στα 82 και ασχολούμαι με αυτά που μου αρέσουν, για να μην ξεχνώ και τα παλιά».
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΠΛΟΥ
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, που βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο άκρο της Κρήτης, αποτελεί μια από τις αρχαιότερες και ιστορικότερες Μονές της νήσου με πολυκύμαντη πορεία μέσα στο διάβα των αιώνων. Κτισμένη στο ακρωτήρι του Σαμωνίου ή Κάβο Σίδερο, βρίσκεται 10 χλμ ανατολικά της Σητείας. Η αρχική μονή φέρεται να κτίστηκε τον 15ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε το 1612 λόγω σεισμού. Κατόπιν, ανοικοδομήθηκε με την οικονομική ενίσχυση των Βενετών κυρίαρχων του νησιού, ωστόσο καταστράφηκε εκ νέου κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης.
Κατά τα χρόνια της μακράς και επιτυχούς ηγουμενίας του Προηγουμένου Αρχιμ. Φιλοθέου Σπανουδάκη σε συνεργασία με την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, έγιναν οι εργασίες αναστήλωσης των εγκαταστάσεων της Μονής και των Μετοχίων της. Επίσης έγινε και η συντήρηση των τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυρών της, που φυλάσσονται και εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένο επισκέψιμο χώρο, που επικοινωνεί με το Καθολικό.
Σπουδαία είναι επίσης η πλούσια Βιβλιοθήκη της Μονής, η οποία περιλαμβάνει σπάνια βιβλία, ενώ η ανακαινισμένη Τράπεζα κοσμείται από υψηλής τέχνης τοιχογραφίες-νωπογραφίες (φρέσκο), που φιλοτέχνησε ο μακαριστός αγιογράφος Εμμανουήλ Μπετεινάκης. Με πρωτοβουλία του πατέρα Φιλοθέου, η Μονή έχει καταστεί ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα βιολογικής καλλιέργειας του αμπελιού και της ελιάς. Τα εξαιρετικής ποιότητας βιολογικά προϊόντα, λάδι, κρασί, τσικουδιά, γνωστά στην παγκόσμια αγορά για την υψηλή ποιότητά τους, παράγονται και συσκευάζονται στις σύγχρονες επισκέψιμες εγκαταστάσεις οινοποιείου, αποστακτηρίου. ελαιοτριβείου και τυπυποιήσεως ελαιολάδου, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δοκιμάσει και να γευθεί. Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο της επαρχίας Σητείας προέρχεται από την ποικιλία Κορωνέικη. Παράγει πολλές ποικιλίες όπως και το γλυκό κόκκινο κρασί από λιαστά σταφύλια της ποικιλίας Λιάτικο. Τα προϊόντα που εξάγει η μονή φέρουν την ονομασία της.
Η Μονή συνεχίζει και σήμερα, υπό την ηγουμενία του νέου Ηγουμένου Αμβροσίου Σκαρβέλη.
https://www.news247.gr/